- γοργοπερνώ
- γοργοπερνάω см. γοργοδιαβαίνω
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γοργοπερνώ — ( άω) γοργοδιαβαίνω … Dictionary of Greek
γοργοπερνώ — γοργοπέρασα 1. μτβ., διαβαίνω κάτι γρήγορα: Γοργοπεράσαμε το δρόμο. 2. αμτβ., περνώ γρήγορα: Η ζωή γοργοπερνά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)